εξόργιση

εξόργιση
η
το να κάνεις κάποιον να θυμώσει, εξερέθιση, φούρκισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγρίωμα — το 1. τόπος άγριος και χέρσος, γεμάτος αγριόχορτο, κατάλληλος για βοσκή ζώων 2. εξαγρίωση, εξόργιση 3. εκφοβισμός, τρομοκράτηση, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριῶ. ΠΑΡ. αγριωμάδα, αγριωμάρα] …   Dictionary of Greek

  • εξαγρίωση — η (AM ἐξαγρίωσις) [εξαγριώ] 1. μεταβολή από ήμερη σε άγρια κατάσταση 2. εξόργιση, ερεθισμός …   Dictionary of Greek

  • ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε …   Dictionary of Greek

  • παραπικρασμός — ὁ, Α [παραπικραίνω] εξόργιση, ερεθισμός …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνισμα — το το πείραγμα, η εξόργιση: Δεν άντεξε στο δαιμόνισμα και του επιτέθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοργισμός — ο η εξόργιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοργιστικός — ή, ό επίρρ. ά που εξοργίζει, που συντελεί στην εξόργιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρκισιά — η φούρκισμα (βλ. λ.), εξόργιση που δεν εκδηλώνεται: Είχε φουρκισιά απ τα λόγια που του είπε ο προϊστάμενος, μα δεν αποκρίθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούρκισμα — το, ατος 1. απαγχονισμός, κρέμασμα, κρεμάλα, φούρκα. 2. εξόργιση, άναμμα θυμού χωρίς εκδηλώσεις παραφοράς, πεισμάτωμα, πικάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”